Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκλογομαγείρεμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκλογομαγείρεμα το [ekloγomajírema] Ο49 (συνήθ. πληθ.) : δόλια ρύθμιση ή επεξεργασία εκλογικού συστήματος ή αποτελέσματος: H αντιπολίτευση αποκάλυψε τα εκλογομαγειρέματα της κυβέρνησης.

[λόγ. εκλο γ(ή) -ο- + μαγείρεμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες