Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εκλογικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκλογικός -ή -ό [eklojikós] Ε1 : που έχει σχέση με εκλογή ή με εκλογές: Tα εκλογικά δικαιώματα των πολιτών, το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι. || που αφορά τη διεξαγωγή εκλογών: ~ νόμος. Εκλογική νομοθεσία / διαδικασία. Εκλογικό σύστημα. || που χρησιμοποιείται κατά τη διεξαγωγή εκλογών: ~ κατάλογος, ονομαστικός κατάλογος εκλογέων. Εκλογικό βιβλιάριο, που πιστοποιεί την ύπαρξη και την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος πολίτη. Εκλογικό τμήμα, όπου προσέρχονται οι εκλογείς για να ψηφίσουν. Εκλογικό κέντρο, κόμματος ή υποψηφίου που συμμετέχει σε εκλογές. || Εκλογική αναμέτρηση, μεταξύ κομμάτων ή υποψηφίων για αξίωμα. || που προκύπτει από μια διαδικασία εκλογών: Εκλογικό αποτέλεσμα. Εκλογική ήττα / νίκη. H εκλογική δύναμη ενός κόμματος, ο αριθμός ή το ποσοστό ψήφων που παίρνει σε εκλογές. || Εκλογικό μέτρο, αριθμητικός δείκτης που προσδιορίζει το πλήθος ή το ποσοστό ψήφων που πρέπει να πάρει κάποιος.

[λόγ. εκλογ(ή) -ικός μτφρδ. γαλλ. électoral]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go