Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εκλογικεύω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκλογικεύω [eklojikévo] -ομαι Ρ5.1 : α.ρυθμίζω κτ. (μια κατάσταση, σχέση κτλ.) έτσι, ώστε να έχει ή να φαίνεται ότι έχει κάποια λογική· ρυθμίζω, διορθώνω κτλ. σύμφωνα με λογικούς κανόνες: Προσπάθησε να εκσυγχρονίσει και να εκλογικεύσει το απαρχαιωμένο και άδικο φορολογικό σύστημα. β. θεωρώ, ερμηνεύω, παρουσιάζω κτ. σαν να έχει λογική (ενώ δε συμβαίνει αυτό): Επιχειρεί να εκλογικεύσει το θρησκευτικό συναίσθημα.

[λόγ. εκ- λογικ(ός) -εύω μτφρδ. γαλλ. rationaliser]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go