Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκλεκτικισμός ο [eklektikizmós] Ο17 : 1. (φιλοσ.) η επιλογή θέσεων από διάφορα συστήματα σκέψης και η ένταξή τους σε ένα νέο σύστημα που καταργεί τις αντιφάσεις και συμφιλιώνει τις αντιθέσεις τους· (πρβ. συγκριτισμός). || ανάλογη τάση σε επιστημονικούς τομείς. 2. στις καλές τέχνες, η τάση που βασίζεται στη χρησιμοποίηση και συμφιλίωση στοιχείων από διάφορους παλαιότερους ρυθμούς: Tάσεις εκλεκτικισμού εκδηλώθηκαν σε όλες σχεδόν τις εποχές, κυρίως όμως στην ευρωπαϊκή τέχνη του 19ου αι.
[λόγ. < αγγλ. eclectic(ism) -ισμός < eclectic < αρχ. οἱ ἐκλεκτικοί]



