Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εκλείπω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκλείπω [eklípo] Ρ αόρ. εξέλιπα, απαρέμφ. εκλείψει : (λόγ.) παύω να υπάρχω, χάνομαι: Έχει εκλείψει κάθε ελπίδα. Πολλά είδη πουλιών έχουν εκλείψει, έχουν αφανιστεί. Εξέλιπε μάλλον ο κίνδυνος νέας σεισμικής δόνησης.

[λόγ. < αρχ. ἐκλείπω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go