Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκλέγεσθαι το [ekléjesθe] Ο (άκλ.) : το δικαίωμα των πολιτών να εκλέγονται σε δημόσια αξιώματα: Tο δικαίωμα του ~ είναι συνταγματικά κατοχυρωμένο.
[λόγ. < απαρέμφ. του αρχ. ρ. ἐκλέγομαι κατά τη σημερ. σημ. της λ. εκλέγω]



