Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκκλησιασμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκκλησιασμός ο [eklisiazmós] Ο17 : η παρακολούθηση ιερής ακολουθίας σε εκκλησία: Tο Yπουργείο Παιδείας διέταξε τον υποχρεωτικό εκκλησιασμό των μαθητών.

[λόγ. < ελνστ. ἐκκλησιασμός `σύγκληση συνέλευσης΄ κατά τη σημ. του εκκλησιάζομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες