Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εκκλησίασμα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκκλησίασμα το [eklisíazma] Ο49 : το σύνολο των πιστών που παρευρίσκονται στην τέλεση μιας ιερής ακολουθίας σε εκκλησία: Tο ~ άκουγε με κατάνυξη τη λειτουργία.

[λόγ. εκκλησιασ- (εκκλησιάζομαι) -μα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go