Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκκλησάρης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκκλησάρης ο [eklisáris] & εκκλησιάρης ο [eklisáris] Ο11 θηλ. εκκλησάρισσα [eklisárisa] & εκκλησιάρισσα [eklisárisa] Ο27 : (λαϊκότρ.) καντηλανάφτης, νεωκόρος.

[-σιάρης: εκκλησί(α) -άρης· -σάρης: < εκκλησιάρης με αποβ. του ημιφ. ανάμεσα σε [s] και φων. (σύγκρ. διακόσια > διακόσαεκκλησά ρ(ης), εκκλησιάρ(ης) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες