Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εκκινητής
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκκινητής ο [ekinitís] Ο7 & εκκινητήρας ο [ekinitíras] Ο2 : (λόγ., τεχν.) ο μηχανισμός που χρησιμοποιείται για να βάλει σε κίνηση έναν κινητήρα: Ο ~ του αυτοκινήτου, η μίζα.

[λόγ. < αρχ. ρ. ἐκκινη- (ἐκκινῶ δες στο ξεκινώ) -τής, -τήρ > -τήρας μτφρδ. αγγλ. starter]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go