Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εκκεντρικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκκεντρικός -ή -ό [ekendrikós] Ε1 : που ο τρόπος του ή ο χαρακτήρας του είναι εξαιρετικά διαφορετικός ή αντίθετος προς ό,τι είναι γενικά αποδεκτό και συνηθισμένο, εξαιρετικά παράδοξος και ιδιόρρυθμος: Εκκεντρική συμπεριφορά. Εκκεντρικό ντύσιμο. Εκκεντρική επίπλωση / διακόσμηση. Εκκεντρικές ιδέες. || (για πρόσ.): ~ τύπος / χαρακτήρας / καλλιτέχνης. || (ως ουσ.) ο εκκεντρικός. εκκεντρικά ΕΠIΡΡ με τρόπο εκκεντρικό: Nτύνεται ~.

[λόγ. εκ- κεντρικός μτφρδ. γαλλ. excentrique]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go