Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκκαμινεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκκαμινεύω [ekaminévo] -ομαι Ρ5.1 : (τεχν.) υποβάλλω ορυκτό, μετάλλευμα ή πέτρωμα σε εκκαμίνευση.

[λόγ. εκ- κάμιν(ος) -εύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες