Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκκαμίνευση η [ekamínefsi] Ο33 : (τεχν.) η υπερθέρμανση ορυκτού, μεταλλεύματος ή πετρώματος σε καμίνι, για την παραγωγή ορισμένου προϊόντος (μετάλλου, κράματος, ασβέστη κτλ.).
[λόγ. εκκαμινεύ(ω) -σις > -ση]



