Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκκαλώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
εκκαλώ· μτχ. ενεστ. εκκαλόμενος.
  • I. Ενεργ.
    • 1) Ονομάζω:
      • φίλτατον … εκείνον εκκαλούσα (Διγ. Z 2679).
    • 2) Καλώ, προσκαλώ:
      • παράνυμφον … εκκαλούσι … την καισάρισσαν (Ιστ. Ηπείρ. XXX3 κριτ. υπ).
    • 3) Μηνύω, καταγγέλλω:
      • (Ασσίζ. 2621).
  • II. (Μέσ.) παρακινώ κάπ. σε κ.:
    • προς έλεον εκκαλεσάμενοί σε (Γλυκά, Στ. Β´ 33).
  • Η μτχ. ενεστ. ως ουσ. = κατηγορούμενος:
    • (Ασσίζ. 34117).

[αρχ. εκκαλέω. Πβ. και εγκαλώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες