Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εκκαθαριστής
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκκαθαριστής ο [ekaθaristís] Ο7 θηλ. εκκαθαρίστρια [ekaθarístria] Ο27 : το πρόσωπο στο οποίο έχει ανατεθεί ορισμένη λογιστική, οικονομική εκκαθάριση: Ο ~ ενός λογαριασμού / μιας εταιρείας που διαλύεται / μιας κληρονομικής περιουσίας.

[λόγ. εκκαθαρισ- (εκκαθαρίζω) -τής· λόγ. εκκαθαρισ(τής) -τρια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go