Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εκκαθαρίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκκαθαρίζω [ekaθarízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. απαλλάσσω έναν οργανισμό, υπηρεσία κτλ. από πρόσωπα που θεωρούνται ή είναι ανεπιθύμητα, ανίκανα κτλ. αποπέμποντάς τα, διώχνοντάς τα· κάνω εκκαθαρίσεις: H νέα κυβέρνηση επιχείρησε να εκκαθαρίσει το στράτευμα από τους οπαδούς του προηγούμενου καθεστώτος. 2. (λογιστ., οικον.) ~ ένα λογαριασμό, εκτελώ τις αναγκαίες λογιστικές πράξεις και βρίσκω το τελικό χρεωστικό ή πιστωτικό υπόλοιπο· κάνω εκκαθάριση λογαριασμού.

[λόγ. < ελνστ. ἐκκαθαρίζω `καθαρίζω τελείως΄ κατά τη σημ. της λ. εκκαθάρισις]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go