Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκθλίβω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
εκθλίβω.
  • 1)
    • α) Πιέζω κ. ώστε να βγάλει κ.:
      • (Ιερακοσ. 4712
    • β) πιέζω κ. για να βγει το περιεχόμενο, στίβω:
      • βοτάνην εκθλίβουσιν, ίνα ποιήσωσιν έμπλαστρον (Δούκ. 574).
  • 2) Καταστρέφω:
    • ίνα μη τα αλμυρά ύδατα δυνηθώσιν εκθλίψαι το έργον (Ψευδο-Σφρ. 3967).

[αρχ. εκθλίβω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκθλίβω 2 -ομαι Ρ (συνήθ. στον ενεστ.) : (γραμμ.) για λέξεις που αποβάλλουν το τελικό τους φωνήεν λόγω συμπροφοράς του με το αρχικό φωνήεν της επόμενης: Οι προθέσεις “σε” και “από” εκθλίβουν το τελικό τους φωνήεν μπροστά από αρχικό όμοιο ή διαφορετικό δυνατότερο φωνήεν.

[λόγ. < ελνστ. ἐκθλίβω (σύγκρ. εκθλίβω 1)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκθλίβω 1 [ekθlívo] -ομαι Ρ αόρ. εξέθλιψα, απαρέμφ. εκθλίψει, παθ. αόρ. εκθλίφθηκα, απαρέμφ. εκθλιφθεί : (λόγ.) υποβάλλω καρπούς σε ισχυρή πίεση, για να βγάλω το χυμό τους.

[λόγ. < αρχ. ἐκθλίβω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες