Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκθειαστής ο [ekθiastís] Ο7 θηλ. εκθειάστρια [ekθiástria] Ο27α : (για πρόσ.) αυτός που εκθειάζει ένα πρόσωπο ή το έργο, τη δραστηριότητα, την ιδιότητα κτλ. προσώπου: Ένθερμοι εκθειαστές.
[λόγ. εκθειασ- (εκθειάζω) -τής· λόγ. εκθειασ(τής) -τρια]



