Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- εκείσε, επίρρ.
-
- 1) (Προκ. για στάση) εκεί:
- (Διγ. Z 4099).
- 2) Έκφρ. ο εκείσε κόσμος = ο άλλος κόσμος:
- (Διγ. Esc. 1777).
[αρχ. επίρρ. εκείσε]
- 1) (Προκ. για στάση) εκεί:
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[αρχ. επίρρ. εκείσε]
| © 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |