Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκδύω [ekδío] -ομαι Ρ αόρ. εξέδυσα, απαρέμφ. εκδύσει, παθ. αόρ. εκδύθηκα, απαρέμφ. εκδυθεί : (λόγ.) αφαιρώ από κπ. τα ενδύματά του· ξεντύνω, γδύνω.
[λόγ. < αρχ. ἐκδύω]
[Λεξικό Κριαρά]
- εκδύω· γδένω· γδύνω· εγδύνω· εκδύνω.
-
- I. Ενεργ.
- 1) Βγάζω τα ρούχα, ξεντύνω:
- (Αχιλλ. L 935).
- 2) (Μεταφ.) αποστερώ:
- ο … Θεός δεν τον έγδυσε … απού τα χαρίσματα (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 404).
- 3)
- α) Απογυμνώνω, ληστεύω, λεηλατώ:
- να γδύσουν, να κουρσεύσουσιν την χώραν (Λεηλ. Παροικ. 364· Τζάνε, Κρ. πόλ. 35921)·
- (προκ. για νεκρούς):
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 50220)·
- β) (προκ. για το θάνατο):
- (Αιτωλ., Βοηβ. 373).
- α) Απογυμνώνω, ληστεύω, λεηλατώ:
- 4)
- α) Καταστρέφω:
- Τα χαράκια των τειχιών απού τα βάθη εγδύσα (Τζάνε, Κρ. πόλ. 2858)·
- β) (προκ. για σπαθιά) βγάζω, αφαιρώ από τη θήκη:
- (Ερωτόκρ. Δ´ 1596).
- α) Καταστρέφω:
- 5) (Προκ. για πλοία) αδειάζω το πλοίο από το πλήρωμά του, ξαρματώνω:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 5253).
- 6) (Προκ. για πόλη) αδειάζω:
- (Τζάνε, Φιλον. 58312).
- 1) Βγάζω τα ρούχα, ξεντύνω:
- II. Μέσ.
- 1) Ξεντύνομαι:
- (Ντελλαπ., Στ. θρην. 665).
- 2) (Μεταφ.) χάνω:
- την εντροπήν εγδύθην (Παλαμήδ., Βοηβ. 782).
- 3) (Μεταφ.) παραιτούμαι από κ.:
- Εκδύθη και τον τόπον του (Χρον. Μορ. H 6479).
- 4) Στερούμαι:
- εκ τας προίκας των γδυμένες (Συναξ. γυν. 844).
- 1) Ξεντύνομαι:
- Η μτχ. παρκ. γδυμένος ως επίθ. = γυμνός:
- τα στήθη ήτον γδυμένη (Βεντράμ., Γυν. 218).
[αρχ. εκδύω. Ο τ. εκδύνω αρχ. Ο τ. γδύνω και σήμ.]
- I. Ενεργ.



