Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκδρομισμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκδρομισμός ο [ekδromizmós] Ο17 : κίνηση, δραστηριότητα σχετική με τη διοργάνωση ομαδικών εκδρομών.

[λόγ. εκδρομ(ή) -ισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες