Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκδρομικός -ή -ό [ekδromikós] Ε1 : α. που έχει σχέση με εκδρομές, συνήθ. για συγκοινωνιακό μέσο που μεταφέρει εκδρομείς: Εκδρομικό λεωφορείο / τρένο. || ~ σύλλογος / όμιλος, που κύρια δραστηριότητά του είναι η διοργάνωση εκδρομών. β. που είναι κατάλληλος για εκδρομές: Εκδρομική ενδυμασία. Εκδρομικό σακίδιο. ~ σάκος. || (για πρόσ.): ~ τύπος, που του αρέσουν οι εκδρομές. || (ως ουσ.) το εκδρομικό, λεωφορείο που μεταφέρει εκδρομείς.
[λόγ. εκδρομ(ή) -ικός]



