Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκδρομέας ο [ekδroméas] Ο21 : αυτός που συμμετέχει σε εκδρομή: Tις Kυριακές η παραλία γεμίζει με εκδρομείς από την πόλη.
[λόγ. εκδρομ(ή) -εύς > -έας]



