Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκδικητής ο [ekδikitís] Ο7 θηλ. εκδικήτρια [ekδikítria] Ο27 & (λαϊκότρ.) εκδικήτρα [ekδikítra] Ο25α : αυτός που εκδικείται, που τιμωρεί άδικη πράξη, ανταποδίδοντάς την: Είμαστε εμείς οι εκδικητές των αδελφών που σφαγιάστηκαν από άδικο μαχαίρι τυράννου. || (ως επίθ.): Λουφάζουν έντρομοι οι ξένοι λύκοι στην εκδικήτρα μας αντρίκεια ορμή.
[λόγ. < ελνστ. ἐκδικητής· λόγ. < μσν. εκδικήτρια < εκδικη(τής) -τρια· λόγ. εκδι κη(τής) -τρα κατά το λαϊκό γδικήτρα (σύγκρ. γδικιέμαι)]
[Λεξικό Κριαρά]
- εκδικητής ο.
-
- 1) Αυτός που παίρνει εκδίκηση, τιμωρός:
- τον Διγενή … εις αυτούς (ενν. τους κουρσάρους) εκδικητήν τον βάζει (Διγ. O 2124).
- 2) Υπερασπιστής, προστάτης:
- Εγώ ’μαι … εκδικητής και φυλακτής των αδελφών μου (Αρσ., Κόπ. διατρ. [316]).
[μτγν. ουσ. εκδικητής. Η λ. και σήμ.]
- 1) Αυτός που παίρνει εκδίκηση, τιμωρός:



