Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- εκδικήτρια η· γδικήτρα.
-
- Αυτή που εκδικείται, «τιμωρός»:
- της οργής σου γίνεσαι … εκδικήτρια (Θησ. Ζ´ [854])·
- (σε θέση επιθ.):
- γδικήτρα κανονιά (Τζάνε, Κρ. πόλ. 3279).
[<ουσ. εκδικητής + κατάλ. ‑τρια. Τ. ‑τρα στο Somav. Η λ. στο Μανασσή και σήμ.]
- Αυτή που εκδικείται, «τιμωρός»:



