Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκδημοκρατισμός ο [ekδimokratizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εκδημοκρατίζω, μεταβολή μιας κατάστασης, μιας λειτουργίας, ενός συστήματος κτλ. σε δημοκρατικό ή περισσότερο δημοκρατικό: ~ της πολιτικής ζωής / της κοινωνίας / της νομοθεσίας / της δημόσιας διοίκησης / του στρατεύματος.
[λόγ. εκδημοκρατισ- (εκδημοκρατίζω) -μός]



