Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκδίκησις
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
εκδίκησις ‑ση η· ’γδίκηση· εγδίκησις ‑ση· εξεδίκησις ‑ση· εξεκδίκηση· ’κδίκησις· ξεδίκηση· ξεκδίκησις.
  • 1)
    • α) Εκδίκηση, τιμωρία:
      • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 42722
      • Θεού τας εκδικήσεις (Διγ. Z 3890
    • β) φρ. ποιώ, ποιούμαι, κάμνω εκδίκησιν = απονέμω δικαιοσύνη, τιμωρώ:
      • (Διγ. Άνδρ. 33032), (Βίος Αλ. 5905), (Ζήν. Β´ 393
    • γ) φρ. παίρνω εκδίκησιν = εκδικούμαι:
      • (Πόλ. Τρωάδ. 837).
  • 2) Βοήθεια, υπεράσπιση:
    • δράμε εις εγδίκησιν της Κωνσταντίνου πόλης (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 384
    • (ως σύστ. αντικ.):
      • εκδίκησιν οπού εκδικά ο Θεός τους αδυνάτους (Μαχ. 54429).

[μτγν. ουσ. εκδίκησις. Ο τ. εγδ‑ και σήμ. ιδιωμ. Η λ. (ση) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες