Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκδίδω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκδίδω [ekδíδo] -ομαι Ρ πρτ. εξέδιδα, αόρ. εξέδωσα, απαρέμφ. εκδώσει, παθ. αόρ. εκδόθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και εξεδόθη, εξεδόθησαν, απαρέμφ. εκδοθεί : I1. φροντίζω για την εκτέλεση των εργασιών που είναι απαραίτητες, ώστε ένα οποιουδήποτε είδους κείμενο να πάρει τη μορφή εντύπου, να αναπαραχθεί σε πολλά αντίτυπα και να δοθεί στη δημοσιότητα ή να διατεθεί στο εμπόριο: Ο (εκδοτικός) οίκος μας εκδίδει κατά προτίμηση έργα νέων συγγραφέων. Εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή πριν από πολλά χρόνια. ~ ξανά, επανεκδίδω. Tο βιβλίο εκδόθηκε με έξοδα του συγγραφέα σε χίλια αντίτυπα. Έχουν εκδοθεί οι δύο από τους τρεις τόμους. || φροντίζω, διευθύνω τη συγγραφή και τη σύνταξη εφημερίδας, περιοδικού κτλ.: Εξέδωσε την πρώτη ελληνική εφημερίδα. Tο περιοδικό εκδίδεται από μια ομάδα νέων λογοτεχνών. 2. (ειδικότ.) επιμελούμαι μια χειρόγραφη ή παλαιότερη έντυπη συγγραφή και αποκαθιστώ σφάλματα ή αλλοιώσεις για να πάρει μια αρχική, γνήσια ή αναγνώσιμη μορφή εντύπου· κάνω την κριτική ή φιλολογική έκδοση κειμένου: Εξέδωσε ποικίλα χειρόγραφα του 11ου αιώνα. Συγκέντρωσαν όσα διηγήματά του βρήκαν σκόρπια σε περιοδικά της εποχής του και τα εξέδωσαν σε δύο μικρούς καλαίσθητους τόμους. 3. συντάσσω επίσημο έγγραφο και το παραδίδω σ΄ αυτόν που το ζήτησε: Παρακαλώ να μου εκδώσετε πιστοποιητικό γεννήσεως. || Δελτία ταυτότητας εκδίδονται από τα αρμόδια αστυνομικά τμήματα. || διατυπώνω και γνωστοποιώ, ανακοινώνω ή δημοσιεύω απόφαση, διαταγή κτλ.: Tο διοικητικό συμβούλιο εξέδωσε ψήφισμα συμπαράστασης. Εκδίδεται εντολή / διαταγή / διάταγμα / νόμος. H απόφαση του δικαστηρίου δεν έχει ακόμη εκδοθεί. || ετοιμάζω και παραδίδω για γνωστοποίηση: Ο Πρόεδρος επικυρώνει, εκδίδει και δημοσιεύει τους νόμους που ψηφίζει η βουλή. || (για χαρτονόμισμα και άλλες χρηματικές αξίες) εκτυπώνω σε πολλά (αριθμημένα) αντίτυπα και θέτω σε κυκλοφορία: H Tράπεζα Ελλάδος εξέδωσε νέα χαρτονομίσματα· (πρβ. κόβω): ~ ομολογίες / μετοχές. || Εξεδόθη νέα σειρά κρατικών ομολόγων. || (ειδ.) ~ συναλλαγματική, συντάσσω και υπογράφω ως εκδότης. || (για γραμματόσημα): Εκδόθηκαν δύο νέες σειρές γραμματοσήμων. || ~ απόδειξη / τιμολόγιο / δελτίο αποστολής. Tο κατάστημα είναι υποχρεωμένο να εκδίδει δελτίο λιανικής πωλήσεως. || Εισιτήρια εκδίδονται μόνο από τα εξουσιοδοτημένα πρακτορεία. II1. (νομ.) παραδίδω πρόσωπο που βαρύνεται με κατηγορία ή καταδίκη στις αρχές άλλης χώρας για να υποστεί τις συνέπειες έκνομης δράσης του: H ελληνική κυβέρνηση αρνείται να εκδώσει τον Tούρκο πολιτικό φυγάδα. 2. ωθώ κπ., ιδίως γυναίκα, στην πορνεία για ίδιο όφελος. || (παθ.) πορνεύομαι: Εκδίδεται επί χρήμασι.

[λόγ.: I1: ελνστ. ἐκδίδωμι, αρχ. σημ.: `παραδίνω΄, μεταπλ. για προσαρμ. στη δημοτ. κατά το δίδωμι > δίδω· Ι2: σημδ. γαλλ. éditer & αγγλ. edit· Ι3: & σημδ. γαλλ. émettre, délivrer· ΙΙ1: σημδ. γαλλ. extrader· ΙΙ2: κατά την αρχ. σημ.: `δίνω κόρη σε γάμο΄]

[Λεξικό Κριαρά]
εκδίδωμι· εκδίδω· μτχ. παρκ. εξεδομένος.
  • I. Ενεργ.
    • 1) Παραδίδω κάπ.:
      • προς ανατασμούς να τον εκδώσεις (Καλλίμ. 2376).
    • 2) (Με αντικ. τη λ. εαυτόν) αφήνομαι, επιδίδομαι σε κ.:
      • οι δε Αλβανίται εξέδωκαν εαυτούς εις τα κούρση και κέρδη (Ιστ. Ηπείρ. ΧΧΧVIII5).
    • 3) Παραχωρώ κ. σε κάπ., δίνω, χαρίζω:
      • Ο κόντος γαρ του εξέδωκεν όσον λογάριν είχε (Χρον. Μορ. H 1384).
    • 4)
      • α) Αποφασίζω:
        • Πελάγιος … του αυτού λεγατίου εξουσιαστής έκδωκεν … ότι … (Διάτ. Κυπρ. 50421
      • β) φρ. εκδίδω απόφασιν = αποφασίζω:
        • (Διάτ. Κυπρ. 5033).
    • 5) (Προκ. για γυναίκα) ενδίδω στις ερωτικές διαθέσεις κάπ.:
      • (Πτωχολ. α 625).
    • 6) Ορμώ σε κάπ., «ρίχνομαι»:
      • εις αύτας γαρ εξέδωκαν μετά μεγάλου πόθου (Αλφ. 237).
    • 7) Δίνω, παρέχω (αφορμή):
      • (Διγ. Z 1833).
    • 8) Φρ. εκδίδω εκδίκησιν = τιμωρούμαι:
      • (Ερμον. Σ 216).
  • II. Μέσ.
    • 1) (Κατά τη διεξαγωγή πολεμικών επιχειρήσεων) παραδίδομαι:
      • κατά κράτος νικά και εις χείρας αυτού ο δεσπότης εξέδοτο (Ιστ. Ηπείρ. XXXIX7).
    • 2) Φρ. εκδίδομαι λύσιν = (προκ. για εκκλησιαστικούς) δίνω την άδεια, τη δυνατότητα:
      • (Διάτ. Κυπρ. 50113).
  • Το θηλ. της μτχ. παρκ. ως ουσ. = πόρνη:
    • (Συναξ. γυν. 852).

[αρχ. εκδίδωμι. Ο τ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες