Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκβράζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκβράζω [ekvrázo] -ομαι Ρ αόρ. εξέβρασα, απαρέμφ. εκβράσει, παθ. αόρ. εκβράστηκα, απαρέμφ. εκβραστεί : (λόγ.) ξεβράζω: Εκβράστηκε πτώμα άγνωστου άντρα σε ερημική παραλία του νησιού.

[λόγ. < αρχ. ἐκβράζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες