Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εκβλάστηση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκβλάστηση η [ekvlástisi] Ο33 : η έκφυση βλαστού ή κτ. άλλου όμοιου με βλαστό: ~ φύλλων. || ό,τι εκφύεται από κάπου σαν βλαστός: Aδενοειδείς εκβλαστήσεις, κρεατάκια.

[λόγ. < ελνστ. ἐκβλάστη(σις) -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go