Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εκβιαστής
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκβιαστής ο [ekviastís] Ο7 θηλ. εκβιάστρια [ekviástria] Ο27 : αυτός που ασκεί εκβιασμό σε βάρος άλλου, που εκβιάζει άλλον: Xυδαίος / αδίστακτος ~. Δε θα υποκύψω στους εκβιαστές.

[λόγ. < ελνστ. ἐκβιαστής `που καταδυναστεύει΄· λόγ. εκβιασ(τής) -τρια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go