Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- εκβαίνω.
-
- 1) Βγαίνω, εξέρχομαι· αναδεικνύομαι:
- σέβη σ’ άπειρους εχθρούς και νικητής εκβήκε (Κορων., Μπούας 20)·
- φρ. εκβαίνω του νοός = χάνω το μυαλό μου, τα λογικά μου:
- (Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι X 79).
- 2) Επιτίθεμαι:
- εξέβην … επάνω εις τους Ούγγρους (Αργυρ., Βάρν. K 195).
- 3) (Προκ. για νερό) αναβλύζω:
- από την ρίζαν το νερόν να εκβαίνει του αμπελίου (Λιβ. P 1060).
- 4) (Προκ. για νύχι) ξεριζώνομαι:
- έμπηξον εις τον τόπον εξ ού εξέβη (Ορνεοσ. αγρ. 5571).
- 5) Ξεφεύγω, διαφεύγω:
- ο Αχιλλεύς εξέβη από του πολλού κινδύνου (Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. ΚΑ´ [155]).
- 6) (Προκ. για χρηματικό ποσό) «ανέρχομαι», υπολογίζομαι:
- Εξέβη δε ο βίος του άσπρα ‚ς (Rechenb. 423).
[αρχ. εκβαίνω. Τ. εγβ‑ μτγν. (Preisigke-Kiessling I, λ. εκβ‑ 7) και σήμ. ποντ. (Παπαδ.). Βλ. και βγαίνω, ξεβαίνω]
- 1) Βγαίνω, εξέρχομαι· αναδεικνύομαι:



