Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εκβίαση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκβίαση η [ekvíasi] Ο33 : (νομ.) εξαναγκασμός προσώπου σε πράξη ή παράλειψη επιζήμια γι΄ αυτόν ή για άλλον, με χρήση βίας ή απειλής και για παράνομο όφελος· (πρβ. εκβιασμός).

[λόγ. εκβια- (εκβιάζω) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go