Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκατόμβη
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκατόμβη η [ekatómvi] Ο30 : 1. στην αρχαιότητα, θυσία εκατό βοδιών ή και, γενικότερα, κάθε μεγαλοπρεπής και πλούσια θυσία στους θεούς. 2. (μτφ., συνήθ. πληθ.) για μεγάλο αριθμό ανθρώπινων θυμάτων πολέμου ή άλλης καταστροφής: Οι βομβαρδισμοί προκάλεσαν εκατόμβες θυμάτων μεταξύ του άμαχου πληθυσμού.

[λόγ.: 1: αρχ. ἑκατόμβη `μεγάλη δημόσια θυσία΄ (αρχικά εκατό βοδιών)· 2: σημδ. γαλλ. hécatombe (στη νέα σημ.) < λατ. hecatombe < αρχ. ἑκατόμβη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες