Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εκατοστημόριο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκατοστημόριο το [ekatostimório] Ο40 : α. το ένα εκατοστό ενός όλου. β. το ελάχιστο μέρος ενός όλου· πολλοστημόριο: Δεν πήρα πίσω ούτε το ~από όσα ξόδεψα.

[λόγ. εκατοστ(ός) -η- + μόριον κατά το πολλοστημόριον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go