Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκατομμυριοστός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκατομμυριοστός -ή -ό [ekatomiriostós] Ε1 αριθμτ. τακτ. : 1. που έχει σε μια σειρά από όμοια πρόσωπα ή πράγματα τη θέση που ορίζει ο αριθμός ένα εκατομμύριο: Ο ~ επισκέπτης. (έκφρ.) για εκατομμυριοστή φο ρά, πάρα πολλές φορές: Σ΄ το λέω για εκατομμυριοστή φορά. 2. (ως ουσ.) το εκατομμυριοστό, το ένα από τα ένα εκατομμύριο ίσα μέρη ενός συνόλου: Tο ένα εκατομμυριοστό του μέτρου. || το μικρότερο από άλλο κατά ένα εκατομμύριο φορές ή το απείρως μικρότερο.

[λόγ. εκατομμύρι(ον) -οστός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες