Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εισροή
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εισροή η [isroí] Ο29 : ANT εκροή. 1. (λόγ.) ροή υγρού προς τα μέσα. 2. (μτφ., οικον.) συνεχής εισαγωγή χρήματος ή άλλων αγαθών από μια χώρα σε μια άλλη: ~ ξένου συναλλάγματος. ~ κεφαλαίων.

[λόγ. < ελνστ. εἰσροή]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go