Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εισρίπτω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
εισρίπτω.
  • Ρίχνω:
    • αυτούς … εκ των ίππων εισρίψας (Διγ. Gr. 1622).

[<πρόθ. εις + ρίπτω. Πβ. εισριπτώ (LBG, έω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες