Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εισπρακτικός -ή -ό [ispraktikós] Ε1 : που αναφέρεται στην είσπραξη χρημάτων, στις εισπράξεις: Εισπρακτική επιτυχία μιας παράστασης. || που δίνει έμφαση, προτεραιότητα στις εισπράξεις: H εισπρακτική πολιτι κή μιας κυβέρνησης. Ο υπουργός οικονομικών αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι τα νέα οικονομικά μέτρα έχουν καθαρά εισπρακτικό χαρακτήρα.
[λόγ. εισπρακ- (εισπράττω) -τικός]



