Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εισπράττω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εισπράττω [ispráto] -ομαι Ρ αόρ. εισέπραξα, απαρέμφ. εισπράξει, παθ. αόρ. εισπράχθηκα, απαρέμφ. εισπραχθεί : 1. παίρνω από κπ., για λογαριασμό μου ή για λογαριασμό τρίτων, χρηματικό ποσό που το οφείλει. ANT πληρώνω, καταβάλλω: ~ τόκους / ενοίκιο / φόρους. ~ προκαταβολή / δόσεις. Εισέπραξα δέκα χιλιάδες έναντι λογαριασμού / για την εξόφληση λογαριασμού. || Tο ποσό θα εισπραχτεί σε δώδεκα δόσεις. 2. (μτφ.) γίνομαι ο αποδέκτης των συνεπειών (θετικών ή αρνητικών αντιδράσεων, κρίσεων, εκδηλώσεων ευαρέσκειας ή απαρέσκειας κτλ.) τις οποίες προκαλεί πράξη ή συμπεριφορά δική μου ή άλλου: Εισέπραξαν τα θερμά χειροκροτήματα του κοινού. Άλλος κοπίασε και άλλος εισέπραξε τους επαίνους. Εισέπραξαν το δημόσιο έπαινο. Εισέπραξε τη γενική κατακραυγή. || Εισέπραξε τα επίχειρα της αφροσύνης της.

[λόγ. < αρχ. εἰσπράττω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες