Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εισορμώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εισορμώ [isormó] Ρ10.1α : (λόγ.) εισέρχομαι μέσα με ορμή και με εχθρική διάθεση· ορμώ μέσα, εισβάλλω ορμητικά.

[λόγ. < ελνστ. εἰσορμῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες