Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εισοδηματικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εισοδηματικός -ή -ό [isoδimatikós] Ε1 : που αφορά το εισόδημα ή τα εισοδήματα: Εισοδηματική πολιτική μιας κυβέρνησης. Εισοδηματική ισότητα. εισοδηματικά & (λόγ.) εισοδηματικώς ΕΠIΡΡ από την άποψη του εισοδήματος: Οι ασθενέστερες ~ τάξεις.

[λόγ. εισοδηματ- (εισόδημα) -ικός· λόγ. εισοδηματικ(ός) -ώς]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go