Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εισαγωγέας
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εισαγωγέας ο [isaγojéas] Ο21 : επαγγελματίας που εισάγει σε μια χώρα προϊόντα και εμπορεύματα από άλλη χώρα: Εισαγωγείς αυτοκινήτων / ειδών διατροφής.

[λόγ. εν. εισαγωγ(εύς) -έας < ελνστ. πληθ. εἰσαγωγεῖς `έμποροι που εισήγαν σιτάρι για λογαριασμό του κράτους΄ (αρχ. σημ.: `αξιωματούχος που εισήγε υποθέσεις στο δικαστήριο΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go