Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εισέ
8 εγγραφές [1 - 8]
[Λεξικό Κριαρά]
εισέ, πρόθ.,
βλ. εις.
[Λεξικό Κριαρά]
εισέλευσις η.
  • 1) Ερχομός, άφιξη:
    • τώρα των θρήνων αποχή … και της τρυφής εισέλευσις (Καλλίμ. 2134).
  • 2) Είσοδος, πέρασμα:
    • ην το τείχος υψηλόν, εισέλευσιν ουκ είχεν (αυτ. 198).

[μτγν. ουσ. εισέλευσις]

[Λεξικό Κριαρά]
εισεναντίον, επίρρ.· εισενάντιο· εισενάντιον.
  • Εναντίον, κατά:
    • επέμψανε … έναν κουμέσον εις την Βενετίαν εισενάντιον των αρχόντων (Σουμμ., Ρεμπελ. 183).

[<πρόθ. εις + επίρρ. εναντίον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εισέρχομαι [isérxome] Ρ αόρ. εισήλθα, απαρέμφ. εισέλθει : (λόγ.) 1. μπαί νω μέσα σε χώρο. ANT εξέρχομαι: H αμαξοστοιχία θα εισέλθει στο σταθμό από την τρίτη γραμμή. H πομπή των επισήμων εισήλθε στην πόλη από την ανατολική πύλη. 2. γίνομαι δεκτός στο χώρο μιας οργανωμένης δραστηριότητας: ~ σε μια (δημόσια) υπηρεσία, γίνομαι μέλος της, υπάλληλός της: Εισήλθε στο δικαστικό σώμα. ~ σε εκπαιδευτικό ίδρυμα, εγγράφομαι ως σπουδαστής, εισάγομαι, μπαίνω. 3. (μπε.) α. Tα εισερχόμενα έγγραφα και ως ουσ. τα εισερχόμενα, έγγραφα που παραλαμβάνει μια υπηρεσία και τα καταχωρίζει στο πρωτόκολλό της, σε αντιδιαστολή προς εκείνα που εκδίδει και παραδίδει σε άλλους. ANT εξερχόμενα. β. ΦΡ όχι τα εισερχόμενα αλλά τα εξερχόμενα*.

[λόγ. < αρχ. εἰσέρχομαι (3α: μτφρδ. αγγλ. incoming mail)]

[Λεξικό Κριαρά]
εισέρχομαι.
  • 1) Μπαίνω·
    • (μεταφ.):
      • (Αχιλλ. N 1305).
  • 2) (Προκ. για εποχή του έτους) μπαίνω:
    • ο χειμώνας εισήλθεν (Χρον. Μορ. H 2865).
  • 3) Αρχίζω:
    • εισήλθε λέγων … τῳ βασιλεί (Βίος Αλ. 3503).
  • 4) Πηγαίνω:
    • εισέρχου πλησίον αυτού (Ορνεοσ. 55921).
  • 5) Βαδίζω εναντίον κάπ., επιτίθεμαι:
    • (Διγ. Gr. 2550).
  • 6) Προσφεύγω, καταφεύγω:
    • εισήλθετε δεόμενοι τυχείν ελευθερίας (Βίος Αλ. 2904).
  • 7) Επέρχομαι:
    • ζημίας της εισερχομένης εις αυτούς (Ελλην. νόμ. 52726).

[αρχ. εισέρχομαι. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εισέτι [iséti] επιρρ. : (λόγ.) ακόμη.

[λόγ. < ελνστ. εἰσέτι]

[Λεξικό Κριαρά]
εισετούτο, σύνδ.,
βλ. ειστούτον.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εισέχων -ουσα -ον [iséxon] Ε12 : (λόγ.) Εισέχουσα γωνία, επίπεδη ή στερεά γωνία που αποτελεί μέρος της επιφάνειας ή της περιμέτρου ενός σχήματος και έχει το άνοιγμά της στραμμένο προς τα έξω. ANT εξέχων.

[λόγ. μεε. του αρχ. ρ. εἰσέχω `εκτείνομαι μέσα΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες