Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ειρηνιστικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ειρηνιστικός -ή -ό [irinistikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στον ειρηνισμό ή στον ειρηνιστή· που υποστηρίζει τον ειρηνισμό· πασιφιστικός· (πρβ. φιλειρηνικός, ειρηνόφιλος): Ειρηνιστικό κίνημα. Ειρηνιστικές οργανώσεις / κινήσεις.

[λόγ. ειρηνιστ(ής) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες