Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ειρηνικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ειρηνικός, επίθ.· ερηνικός· ’ρηνικός.
  • 1) Που αγαπά την ειρήνη, φιλήσυχος:
    • (Ιστ. πατρ. 964).
  • 2)
    • α) Ήσυχος, αδιατάρακτος, γαλήνιος:
      • (Χρον. Μορ. H 8706
    • β) (προκ. για εποχή και καιρό) γαλήνιος, ήσυχος:
      • (Σφρ., Χρον. 10619).
  • 3) Που συντελεί στην ειρήνη, ειρηνευτικός:
    • (Βίος Αλ. 2285).
  • 4) Που γίνεται χωρίς πόλεμο:
    • (Δούκ. 35114).
  • 5) (Προκ. για επιστολή αρχιερέων προς ιερείς):
    • (Βακτ. αρχιερ. 179).
  • Το ουδ. ως ουσ. = ειρήνη, ομόνοια:
    • «… στέργω το να είμαι χωρίς το οφφίκιον διά το ειρηνικόν» (Συναδ. φ. 46ν).
  • Το ουδ. του τ. ερηνικός στον πληθ. ως ουσ. = τύπος θυσιών των Ισραηλιτών (ευχαριστήριες ή ευχετήριες για ευεργεσία που δέχτηκαν ή ανέμεναν από το Θεό):
    • να θεσιάσεις … τα ολοκαυτώματά σου και τα ερηνικά σου (Πεντ. Έξ. XX 24
    • να προσφέρει … κριάρι ένα τέλειο για ερηνικά (Πεντ. Αρ. VI 14).
  • Το αρσ. ως κύρ. όν.:
    • (Μαχ. 3032).

[αρχ. επίθ. ειρηνικός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ειρηνικός -ή -ό [irinikós] Ε1 : 1. που δε διαταράσσει την ειρήνη: Ειρηνική επίλυση / διευθέτηση των διεθνών διαφορών. || Ειρηνική επανάσταση. ANT ένοπλος. || ~ βίος. Ειρηνικά έργα. Ειρηνική χρήση της ατομικής ενέργειας. ANT πολεμικός. || που αγαπά, θέλει ή επιδιώκει την ειρήνη· ειρηνόφιλος, φιλειρηνικός: ~ λαός. Ειρηνική πολιτική. ANT φιλοπόλεμος. 2α. που δεν εκτρέπεται σε βιαιότητες, που δεν προκαλεί αναταραχή: Ειρηνική διαδήλωση. || σε γεωγραφικούς όρους: Ειρηνικός Ωκεανός. β. που είναι σε κατάσταση ηρεμίας, ησυχίας κτλ.: Ειρηνικό τοπίο. 3. (εκκλ., ως ουσ.) τα ειρηνικά, αιτήματα που εκφωνούνται κατά τη Θεία Λειτουργία και εισάγονται με τη φράση «εν ειρήνη του Kυρίου δεηθώμεν». ειρηνικά & (λόγ.) ειρηνικώς ΕΠIΡΡ με τρόπο ειρηνικό.

[λόγ. < αρχ. εἰρηνικός· λόγ. ειρηνικ(ός) -ώς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες