Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ειρήνευση η [irínefsi] Ο33 : το αποτέλεσμα του ειρηνεύω· αποκατάσταση ειρήνης, γαλήνης, ηρεμίας.
[λόγ. < ελνστ. εἰρήνευ(σις) `συμφιλίωση΄ -ση κατά τη σημ. του ειρηνεύω]



