Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ειμαρμένη
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ειμαρμένη η [imarméni] Ο30 (χωρίς πληθ.) : η ανώτατη δύναμη που κατευθύνει και επηρεάζει τον κόσμο ολόκληρο, καθώς και την τύχη κάθε ανθρώπου χωριστά· (πρβ. μοίρα, πεπρωμένο, τύχη).

[λόγ. < αρχ. εἱμαρμένη]

[Λεξικό Κριαρά]
ειμαρμένη η· ’μαρμένη, (Ερμον. Ι 27).

[αρχ. ουσ. ειμαρμένη. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go