Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εικοσαριά η [ikosarjá] Ο24 αριθμτ. περιλ. : καμιά ~, άθροισμα από είκοσι περίπου μονάδες: Δεν τα μέτρησα, αλλά θα ΄ταν καμιά ~.
[είκοσ(ι) -αριά]
[Λεξικό Κριαρά]
- εικοσαριά η· εικοσαρία.
-
- (Πάντοτε με την αντων. καμιά ή το αριθμητ. μια) περίπου είκοσι:
- καμία εικοσαρία ποπολάροι (Σουμμ., Ρεμπελ. 188).
[<αριθμητ. είκοσι + κατάλ. ‑αριά. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- (Πάντοτε με την αντων. καμιά ή το αριθμητ. μια) περίπου είκοσι:



