Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εικοσαπλάσιος -α -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εικοσαπλάσιος -α -ο [ikosaplásios] Ε6 αριθμτ. αναλ. : που είναι είκοσι φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από κτ. άλλο. || (ως ουσ.) το εικοσαπλάσιο: Aυξήθηκε στο εικοσαπλάσιο. Tο πρόστιμο ανέρχεται στο εικοσαπλάσιο της τιμής του εισιτηρίου. εικοσαπλάσια ΕΠIΡΡ: Kοστίζει ~ από πέρυσι.

[λόγ. < ελνστ. εἰκοσαπλάσιος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go